αρχιλογιστής

αρχιλογιστής
ο
ο προϊστάμενος των λογιστών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχιλογιστής — ο ο προϊστάμενος των λογιστών ενός οικονομικού οργανισμού ή μιας επιχείρησης …   Dictionary of Greek

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαριάδης, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1879 – Λοζάνη 1922). Κριτικός και δημοσιογράφος. Ο Ζ. συμπεριλαμβάνεται στους πρώτους γνήσιους κριτικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αν και γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Κρήτη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Μουστερής, Μιχάλης — (Λεμεσός Κύπρου 1919 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε εμπορικές επιστήμες, ενώ διδάχθηκε και μαθήματα Φιλολογίας, Τέχνης, Θεάτρου κλπ. Σταδιοδρόμησε ως αρχιλογιστής σε ιδιωτική εταιρεία της Λεμεσού. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”